Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πένθεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πένθεια — ἡ, Α [πένθος] (ποιητ. τ.) η κατάσταση τού πένθους … Dictionary of Greek